Το χριστουγεννιάτικο καράβι: Μια ιστορία των Κυκλάδων στολισμένη με φως

Πολλοί μπορεί να το θεωρούν ένα καλαίσθητο, βγαλμένο από την παράδοση μα και ελαφρώς ξεχασμένο στόλισμα πάνω από το τζάκι ή ακουμπισμένο στη μέσα μεριά από το περβάζι κάποιου μεγάλου παραθύρου με τα λαμπιόνια του να το στολίζουν σταθερά. Και όμως, το χριστουγεννιάτικο σύμβολο, κυρίως των Κυκλάδων, μα και άλλων παράκτιων ή ναυτικών περιοχών της Ελλάδας, το χριστουγεννιάτικο καράβι, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα διακοσμητικό στοιχείο. Κάθε του πτυχή φέρει συμβολισμούς και μας ταξιδεύει στην ιστορία του που είναι από μόνη της ένα πραγματικό “στολίδι” λουσμένο στο φως. 

Και σε μια λάμψη αλλιώτικη από εκείνη των χριστουγεννιάτικων δέντρων που στολίζονται τόσο εντυπωσιακά. Μια λάμψη που πηγάζει κυρίως από το σμίξιμο των ανθρώπων και το μεράκι τους να γιορτάζουν τη ζωή, μαζί. 

Το πιο γιορτινό “λιμάνι” για τα Χριστούγεννα 


Και στις Κυκλάδες πράγματι, ή και στα σπίτια των νησιωτών που μένουν πια στις μεγάλες πόλεις όπως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη μπορεί κανείς να βρει, εκείνο το περίτεχνο ξύλινο καραβάκι στολισμένο με λαμπιόνια στη θέση του χριστουγεννιάτικου δέντρου. 

Να ακούσει κάλαντα που μοιάζουν τόσο διαφορετικά, τόσο μελωδικά μα και τόσο συνδεδεμένα με τους ναυτικούς, τους ανθρώπους που επέστρεφαν από τα πλοία, συνήθως, ακριβώς αυτές τις γιορτινές ημέρες του χρόνου. Να φανταστεί τις συνθήκες σε έναν τόπο όπου η θάλασσα πάντα τριγύρω κυριαρχεί, χωρίζει αλλά και ενώνει, φουρτουνιάζει και γαληνεύει, αστράφτει κάτω από την ήλιο και τα αστέρια στον δικό της καιρό και τον δικό της “χρόνο”.

Πριν λοιπόν, η αυλή του Βασιλιά Όθωνα εισάγει το γερμανικό έθιμο του έλατου στην Αθήνα το 1833, το καράβι, ήταν που μας ταξίδευε νοερά και γιορτινά ως το τέλος του χρόνου. Η γιορτή του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου σηματοδοτούσε την αρχή της εορταστικής περιόδου. Καθώς ο Άγιος θεωρείται ο προστάτης των ναυτικών, το καράβι ήταν το καταλληλότερο σύμβολο για να φέρει τους ναυτικούς και όσους βρίσκονταν μακριά, πίσω στο σπίτι. 

Σε κάθε κυκλαδίτικο σπίτι, τουλάχιστον μέχρι και τη δεκαετία του 60 με 70, το καράβι δεν στόλιζε απλώς, αλλά λειτουργούσε ως ένας άγραφος κώδικας θαλπωρής ανάμεσα στους ναυτικούς και τις οικογένειές τους. Η πλώρη του για παράδειγμα έπρεπε να δείχνει προς το εσωτερικό του σπιτιού, όχι μόνο σαν ευχή, αλλά ταυτόχρονα σαν μια δημόσια δήλωση της οικογένειας που περιμένει με λαχτάρα τον δικό της άνθρωπο που βρίσκεται στον θαλασσινό δρόμο της επιστροφής. Το καράβι φωτιζόταν συνήθως με κεριά, μικρά καντήλια και αργότερα λαμπιόνια που συμβόλιζαν τα αστέρια, όχι απλά για το εφέ αλλά ως φάρος της οικογένειας, που φωτίζει το δρόμο της επιστροφής του ναυτικού στο πιο δικό του λιμάνι.

Η κατασκευή και τα κάλαντα σαν άλλο παιχνίδι «ναυτικής επιχείρησης»


Ενώ πολύ πριν η έννοια του sustainability γίνει τάση, σε απλά μαθηματικά αυτάρκειας και πρακτικής οικονομίας, τα καραβάκια αυτά κατασκευαζόταν από τα παιδιά με λίγη από τη βοήθεια των γονιών ή των ξυλουργών και με υλικά όπως περισσεύματα ξύλου από βάρκες, χαρτόνια, υφάσματα, μπογιές, κομμάτια από τενεκέδες με ελαιόλαδο και κορδέλες. Υλικά και κατασκευή δεν απαιτούσαν για τη δημιουργία τους την κοπή δέντρων, που τόσο πολύτιμα ήταν και είναι στα άνυδρα κυκλαδίτικα τοπία. Στην Τήνο, την Μύκονο, τη Μήλο και την Ίο, τα κάλαντα έμοιαζαν μια μικρή «ναυτική επιχείρηση». Τα παιδιά περνούσαν μέρες μαζεύοντας τα υλικά, κατασκευάζοντας τα καραβάκια τους με προσοχή και επιμονή, τα οποία έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο γερά. 

Τα παιδιά ουσιαστικά διαγωνίζονταν ανεπίσημα για το καλύτερο καραβάκι, όχι μόνο σε ομορφιά, αλλά και σε αξιοπιστία ως αντικείμενο εναπόθεσης για τα χρήματα και τα κεράσματα, τα χριστουγεννιάτικα χειροποίητα γλυκά που μάζευαν λέγοντας τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι αλλά και ως παιχνίδι που ρίχνονταν στη θάλασσα δεμένο με σχοινί για αγώνες με τα υπόλοιπα καθ’όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης χρονιάς.  Τα νησιώτικα κάλαντα, ήταν συχνά εμπλουτισμένα με ευχές για τους ναυτικούς και η συμμετοχή των παιδιών με το καραβάκι τους εξασφάλιζε τη μεταλαμπάδευση της ναυτικής παράδοσης στην επόμενη γενιά.

Επιπλέον σε νησιά όπως στη Σίφνο και τη Φολέγανδρο, όπου η κεραμική τέχνη και παράδοση ήταν ισχυρή, κάποιες οικογένειες εμπλούτιζαν τον στολισμό του ξύλινου καραβιού με μικρές προσθήκες από πηλό, όπως μικρά αγαλματίδια ναυτικών ή ψαριών, προσθέτοντας μια τοπική πινελιά.

Σήμερα, η επαναφορά του καραβιού, πέρα από τον ρομαντισμό, ενέχει μια ισχυρή πολιτιστική δήλωση. Στην Ερμούπολη της Σύρου για παράδειγμα, που υπήρξε κέντρο ναυπηγικής, όταν ο Δήμος επιλέγει να στολίσει το καράβι στις κεντρικές του πλατείες, τιμάται ουσιαστικά η βιομηχανική και εμπορική ιστορία του νησιού Οι σύγχρονοι κατασκευαστές των μεγάλων καραβιών των πλατειών είναι συχνά άνθρωποι που έχουν περάσει τη ζωή τους ανάμεσα σε καΐκια και σκαριά. Εφαρμόζουν την τέχνη του καραβομαραγκού, μια τέχνη που χάνεται, για να φτιάξουν τις ξύλινες αυτές κατασκευές. Χρησιμοποιούν τεχνικές που διασφαλίζουν την αντοχή τους στις καιρικές συνθήκες, ενώ παράλληλα διατηρούν την παραδοσιακή γραμμή ενός αιγαιοπελαγίτικου σκάφους.  Ενώ και εικαστικοί όπως η Χριστιάννα Οικονόμου με έδρα την Πάρο, έχει δημιουργήσει το brand All We See is The Sea αλλά και τις λεγόμενες Karaves, τις διακοσμητικές εκδοχές του κυκλαδίτικου χριστουγεννιάτικου καραβιού. 

Το χριστουγεννιάτικο καράβι στις Κυκλάδες δεν είναι μόνο παράδοση, είναι ταυτότητα. Είναι μια υπενθύμιση ότι οι γιορτές για το νησί ήταν πάντα συνδεδεμένες με τη θάλασσα και την επιστροφή των αγαπημένων. Το καράβι, λοιπόν, δεν είναι απλά ένα παλιό έθιμο, μα η ζωντανή ιστορία της Ελλάδας που αρνείται να ξεχάσει τις ρίζες της.