Το “Pere Ubu” ταξιδεύει φέτος στις Κυκλάδες, μέσα από το ολοκαίνουργιο 5άστερο ξενοδοχείο “Kalesma Mykonos”. Στο τιμόνι του, ο διακεκριμένος και πολυτάλαντος Κώστας Τσίγκας, ο οποίος φιλοδοξεί να δώσει μια νέα πνοή δημιουργικότητας στην ελληνική κουζίνα και να μας συστήσει εκ νέου τις αυθεντικές Μυκονιάτικες γεύσεις. Ο Κώστας Τσίγκας μοιράζεται με τους αναγνώστες του Grec Voyage τις σκέψεις του για την πανδημία, τη μαγειρική και το φετινό – αλλιώτικο – ελληνικό καλοκαίρι.
Κύριε Τσίγκα, οι περισσότεροι από εμάς σας γνωρίζουμε ως τον Έλληνα σεφ με την αξιοζήλευτη και μακρά πορεία σε πολύ επιτυχημένες κουζίνες και πρωτοποριακά gastronomy projects. Πόσο ομαλή ήταν η μετάβασή σας από τις σπουδές Κοινωνιολογίας και Media στη Νέα Υόρκη και την ενασχόλησή σας με τη δημοσιογραφία, στον «μαγικό» και απαιτητικό χώρο της μαγειρικής;
Για πάρα πολλά χρόνια τώρα, η πορεία αυτή είναι παράλληλη. Ίσως στην αρχή να υπήρχαν πολλά «αν» και «αλλά» στη σκέψη μου, αλλά η καθημερινότητα φρόντισε να λυθούν όλα αυτά τα θέματα από μόνα τους. Βέβαια, πρέπει να ομολογήσω πως μ’ αρέσει αυτή η «διχασμένη» λογική, ίσως γιατί μου ταιριάζει, ίσως γιατί όλοι είμαστε λίγο «έτσι». Στο μυαλό μου, η μαγειρική δεν είναι πιο απαιτητική από άλλες ενασχολήσεις. Απλά εμπεριέχει «τρόπο ζωής» που δεν μπορείς να παρακάμψεις, όπως συμβαίνει στον περισσότερο κόσμο, γιατί οι ώρες είναι πολλές, η αστάθεια και η αβεβαιότητα συνεχείς και ο κοινωνικός σου περίγυρος αποκλειστικά σχετικός με τη μαγειρική.
Το 2020 ήταν η απαρχή για μια πρωτοφανή κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πανδημία άφησε το αποτύπωμά της σε όλους τους τομείς της παραγωγικής διαδικασίας και της καθημερινότητας. Πώς βιώσατε εσείς αυτή τη δύσκολη και πρωτόγνωρη περίοδο;
Σχεδόν όπως όλη η κοινωνία, με αρκετή απογοήτευση, υπομονή και αγωνία. Μπόλικη αγωνία και κοινωνικά, αλλά και οικονομικά. Περρίσιος χρόνος για άχρηστες εγκεφαλικές «ενδοσκοπίσεις» και ψευτο-αυτοανάλυση και μπόλικη βαρεμάρα, σχεδόν αφόρητη. Το εντυπωσιακό για μένα είναι ότι ενώ οι περισσότερες κοινωνικές κρίσεις εμπεριέχουν πάντα το στοιχείο της αμφισβήτησης, τούτη εδώ είχε στο δικό μου το διάβασμα μόνο στοιχεία φόβου και συντήρησης, κάτι που ίσως οφειλόταν στην υφή της κρίσης, την ασθένεια. Επίσης, οι κρίσεις συνήθως έφερναν νέες ιδέες και πρακτικές σε όλους τους τομείς και στον δικό μας το «καινούργιο» ήταν να φορέσουμε όλοι ποδιές και να ανακαλύψουμε ξανά τη χαρά των οικοκυρικών.
Ο εγκλεισμός και η κοινωνική αποστασιοποίηση στιγμάτισαν όλους μας για πολλούς μήνες. Θεωρείτε ότι η μαγειρική και η δημιουργικότητα μπήκαν σε «καραντίνα»;
Έτσι φαίνεται, γιατί η επαγγελματική μαγειρική έμεινε χωρίς τον ζωτικό της χώρο. Χωρίς το Εστιατόριο, το tabula rasa των μαγείρων, δεν υπάρχει δημιουργικότητα, δεν υπάρχει αλληλεπίδραση με το αντικείμενο του μάγειρα, δηλαδή τον επισκέπτη, δεν υπάρχει η παραγωγική σχέση που θα δώσει μορφές δημιουργικότητας. Όπως είπαμε και πριν, μάλλον στη «συντήρηση» μπήκε η μαγειρική και η συνεχόμενη αστάθεια κάνει τα πάντα προσωρινά.
Το καλοκαίρι του 2021, ένα καλοκαίρι διαφορετικό, κάπως «μουδιασμένο», αλλά γεμάτο προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον, σας βρίσκουμε στο “Pere Ubu” του νεότευκτου και πολλά υποσχόμενου “Kalesma Mykonos”. Τι έχουμε να αναμένουμε από εσάς και την ομάδα σας φέτος στο «νησί των Ανέμων»;
Πάντα θεωρούσα ότι μαγειρική είναι η παρουσίαση της πρώτης ύλης και αυτή είναι και η λογική του “Pere Ubu” στη Μύκονο, όπως άλλωστε και στη Γλυφάδα. Στη Μύκονο εστιάζουμε περισσότερο στην παράδοση της ελληνικής κουζίνας και της Μυκονιάτικης. Υπάρχει βέβαια και ένα έντονο στοιχείο, ας πούμε δημιουργικότητας, το οποίο όμως δεν ξεπερνά το όριο της αυτονομίας της πρώτης ύλης. Αυτή άλλωστε νομίζω ότι είναι και η ουσία της ελληνικής κουζίνας.
Υψηλή γαστρονομία ή «μαμαδίστικη» κουζίνα; Ποιο είναι τελικά το μυστικό για ένα νόστιμο φαγητό;
Νομίζω ότι το ερώτημα δεν είναι πραγματικό. Και τα δύο έχουν τα πάνω και τα κάτω τους. Και τα δύο έχουν το νόημά τους και τη στιγμή τους. Αυτό που πραγματικά τα διχάζει, είναι η ταξική υφή του ερωτήματος και μόνο.
Περισσότερες πληροφορίες για το Pere Ubu Mykonos με ένα κλικ εδώ